Μυκονιάτικα κάλαντα

Τα κάλαντα αποτελούν από τα παλιά χρόνια του ήχους των ημερών που αντηχούν ευχάριστα στα αυτιά μας στέλνοντας ευχές για χαρά, ευτυχία, γαλήνη και ευημερία. Κάθε περιοχή έχει προσθέσει και δημιουργήσει τα δικά της ιδιαίτερα κάλαντα. Ακόμη και οι μελωδία που τα συνοδεύει είναι διαφορετική και πολλές φορές πλέκεται πέρα από το κλασσικό τρίγωνο, με όργανα της λαϊκής παράδοσης κάθε τόπου, δημιουργώντας τα παραδοσιακά κάλαντα της περιοχής. Στη Μύκονο σύμφωνα με έρευνες και καταγραφές που γίνονται έχει διαπιστωθεί ότι υπάρχει μια σειρά από κάλαντα που δημιουργήθηκαν κατά καιρούς και ταξίδεψαν μέσα στους αιώνες, φτάνοντας σύμφωνα με τη μαρτυρία τα δέκα διαφορετικά.
Παρά κάτω ακολουθούν τα Ντρανταμάσουρα ή Σκυλομούλαρα
Ανέβαινα κατέβαινα
τ’ Αη Γιωργιού τις σκάλες
χρυσό πουλάκι εσκιάχτηκα
σκι αρώγα να πετάξει.
Κι αρώγα δε επέταξε,
σταυρό και δαχτυλίδι
και στη μπουζού μου το ‘ βαλα
κης μάνας μου το πάου.
¨Μάνα κι αν είσαι μάνα μου
και ‘γω παιδί δικό σου κάμε
θερμό και λούσε με μες’ αργυρολαϊνες
και βάλε μου τη σκούφια μου
την ντρανταμασουρένια πο ‘χει
τα ντρανταμάσουρα
τα ντρανταμασουρίδια
πο’ χει μια κούπα με αθό
μια κούπα με λουλούδια.
Λουλούδια, λουλουδάκια μου
πετάξετε με πέρα να διω
το θειό μου Αυγερινό τον
κύρη μου φεγγάρι να διω
τον πρώτο μου αδελφό
στην μούλα καβαλάρη
να παίζουν τα ταμπούρλα του
να πέφτει το λογάρι.
Ελάτε χήρες κι άναντρες
μαζεύετε λογάρι
να παίρνω ‘ γω το πίτερο
και’ σεις το σιμιγδάλι.¨
Για διε το σκυλομούλαρο
πως κάνει το ζευγάρι
κι Αη Βασίλης κάθεται
απάνω στο βουνάλι.
¨Άγιε Βασίλη Δέσποτα
πόσα πινάκια σπέρνεις;¨
¨Σπέρνω σιτάρι δώδεκα
κριθάρι δεκαπέντε
βρώμη και ρόδο δεκαοχτώ
ούλα σαρανταπέντε.¨
Και πήανε και το φάανε
λαγοί και περδικάκια
παίρνω το τουφεκάκι μου και πάου να τα σκοτώσω
μήτε περδίκια σκότωσα
μήτε λαγούς επιάσα
μον’ θέρισα κι αλώνισα
ούλα τ’ αποφαγάκια.
Κι εκεί που τα μετρούσαμε
να κι ο Χριστός κι επέρνα
κι ήσκεψε και τα βλόησε
με την δεξιά του χέρα
με την δεξιά, με την ζερβιά
με την μαλαματένια
κι ήτανε χίλια αμέτρητα
και χίλια μετρημένα.
Έχεις τον γυιό τον καλογυιό
τον μοσχοκανακάρη
λούζεις τον και χτενίεις τον
και στο σχολειό του πέμπεις
κι ο δάσκαλος τον ήβαλε
για να καλαναρχίσει.
Και ξέφυγέ του το κερί
κι ήκαψε το χαρτί του
κι μ’ άλλαφε τα ρούχα του
τα μοσχοκεντημένα
όπου του τα κεντούσανε
οι τρείς αρχοντοπούλες,
η μια ήτανε του Πρίγκιπα,
κι άλλη του Βεζύρη, η Τρίτη
η ομορφότερη ήταν του Βασιλέα.
Και ξεβουίζουν το κερί
κι ανέβα και κατέβα
και κάσε και λογάριασε
ήντα μας εδώκεις
για πίτα για λουκάνικο,
για κοφτερό κομμάτι, για
απ’ του πατέρα το μπουγγί
κανένα δεκαράκι,
για απ’ της μάνας την μπουζού
κανένα πενταράκι.