Η Επίδραση της Υπογονιμότητας στον Ψυχισμό του Ζεύγους

Η Επίδραση της Υπογονιμότητας στον Ψυχισμό του Ζεύγους

 

 


Η ανάγκη για τεκνοποίηση και συνάμα η απόγνωση κι ο πόνος της αδυναμίας σύλληψης αποτελούσαν κι αποτελούν σημαντικότατο κομμάτι της ζωής ενός ζεύγους.
Η απόκτηση ενός απογόνου είναι ένα θέμα εξέχουσας σημασίας για την κοινή ζωή δύο ανθρώπων κι απορρέει τόσο από φυσικούς (βιολογική παρόρμηση), όσο κι από ψυχοκοινωνικούς παράγοντες. Κάθε προσπάθεια για την επίτευξη τεκνοποίησης, συνοδεύεται από λαχτάρα κι αγωνία, οι οποίες έχουν περιγραφεί γλαφυρά σε μύθους, στην λογοτεχνία, αλλά και στην τέχνη γενικότερα.

Για τους λόγους αυτούς, όταν η σημαντική αυτή προσπάθεια, αποβαίνει άκαρπη ή αντιμετωπίζει εμπόδια, επηρεάζει βαθιά τη σχέση του ζεύγους, καθώς χαρακτηρίζεται ως κρίση στην ευημερία του.

Η κρίση αυτή με τη σειρά της επηρεάζει την ψυχική σταθερότητα των προσώπων που απαρτίζουν τη σχέση κι ωθεί το ζεύγος σε μία αγωνιώδη, συνήθως, εξεύρεση λύσης (ιατρικής ή κοινωνικής π.χ. υιοθεσία), προκειμένου να ξεπεραστεί το πρόβλημα της αδυναμίας σύλληψης.

Για τα ζευγάρια που αντιμετωπίζουν τη δυσκολία της υπογονιμότητας, σηματοδοτείται η έναρξη μιας δυσάρεστης εμπειρίας ζωής που επιβαρύνει με πολλούς τρόπους το συναισθηματικό, κοινωνικό, επαγγελματικό, οργανικό και ψυχικό γίγνεσθαι του ζεύγους.

Σύμφωνα με την Patricia P. Mahlstedt, η εμπειρία της υπογονιμότητας νοηματοδοτείται ως «απώλεια» από το ζεύγος, που εκφράζεται ως «απώλεια συναισθηματικής σχέσης, απώλεια σχέσεων του κοινωνικού δικτύου, απώλεια υγείας και σεξουαλικής ικανοποίησης, απώλεια κύρους ή/και απώλεια ελέγχου, ελπίδας, προσδοκίας κι ασφάλειας».

Το συναίσθημα της δυσφορίας, επηρεάζει ουσιωδώς την αυτοεικόνα και την αυτοεκτίμηση του ζευγαριού, καθώς η αδυναμία τεκνοποίησης επηρεάζει την προσωπική ολοκλήρωση κι ικανοποίηση, αποδυναμώνει την ταυτότητα τους ως πρόσωπα που μπορούν να φροντίσουν και να προσφέρουν σε ένα παιδί και μέσα από τη διαδικασία ανατροφής του, να ευτυχίσουν ως ζευγάρι.

Διαβάστε τη συνέχεια στην http://enallaktikidrasi.com