Η δυναμική σχέση ιατρού – ασθενούς

Στο όχι και πολύ πρόσφατο παρελθόν οι σχέσεις ιατρού και ασθενούς βασιζόταν στο επονομαζόμενο ιατροκεντρικό μοντέλο επικοινωνίας. Η αυθεντία του ιατρού, οι πολύχρονες σπουδές του, οι ηλικιακές και ενδεχόμενα κοινωνικές και πολιτισμικές διαφορές δημιουργούσαν – και ακόμη ίσως δημιουργούν- εμπόδια στην αποτελεσματική επικοινωνία των δύο πλευρών και έφερναν την/τον ασθενή σε μειονεκτική θέση.
Το αποτέλεσμα ήταν να υπάρχουν απορίες μετά από τη συνάντηση με το θεράποντα, οι ασθενείς να ντρέπονται ή να φοβούνται να ρωτήσουν κάτι σχετικό με την ασθένειά τους, να μην αισθάνονται πλήρως ικανοποιημένοι μετά από τις συναντήσεις με τους ιατρούς τους και γενικά να μην πείθονται εύκολα να αλλάξουν συνήθειες ζωής και συμπεριφορές που ενδεχόμενα είχαν επιβαρυντική για της υγείας τους επίδραση. Οι συνήθεια να εστιάζονται οι συναντήσεις ιατρών με τους ασθενείς τους στην ατζέντα του θεράποντος και να αγνοείται ή να περιορίζεται αυτή του ασθενούς δεν ήταν απόλυτα γενικευμένη και ορισμένοι παλαιοί γενικοί ιατροί, παιδίατροι, παθολόγοι και ψυχίατροι είχαν από νωρίς αντιληφθεί την ανάγκη αλλαγής του προτύπου αυτού και είχαν τροποποιήσει τον τρόπο αντιμετώπισης των ασθενών τους.
Η αμφισβήτηση του τρόπου προσέγγισης των ασθενών ξεκίνησε τόσο από τη γενικότερη αμφισβήτηση της έννοιας της “αυθεντίας”, ιδίως στη δεκαετία του ’70, αλλά και με μία σειρά κινημάτων, όπως η κριτική απέναντι στη γυναικολογία και στους γυναικολόγους από φεμινιστικές οργανώσεις. Το φαινόμενο της κριτικής απέναντι σε μια οργανωμένη ιατρική ή βιολογική γνώση και στους αντιπροσώπους αυτών στα πλαίσια μιας κοινωνίας δυτικού τύπου δεν είναι καινοφανές. Είναι γνωστό π.χ. ότι το κίνημα ενάντια στα εμβόλια ξεκίνησε λίγα χρόνια μετά από την εφαρμογή των προγραμμάτων εμβολιασμών – με τα εντυπωσιακά και ωφέλιμα αποτελέσματα τους.
Η εξέλιξη της μοντέρνας ιατρικής, αλλά και των κλάδων της ψυχολογίας και της επικοινωνίας ανέδειξαν την ανάγκη το μοντέλο επικοινωνίας ιατρού – ασθενούς να μετατοπιστεί και να εστιαστεί περισσότερο στις ανάγκες του ασθενούς. Βέβαια υπάρχουν πολλοί ασθενείς οι οποίοι επιμένουν να παραχωρούν στην/στον ιατρό το δικαίωμα να αποφασίζει για αυτούς, όπως για παράδειγμα λέγοντας του: “γιατρέ, κάνε εσύ ό,τι νομίζεις καλύτερα”. Οι ασθενείς αυτοί στην πραγματικότητα αυτοπροσδιορίζονται ετεροκατευθυνόμενα.
Παρόλα αυτά η σύγχρονη συμβουλευτική εστιάζει πρωταρχικά στις ανάγκες των ασθενών, οι οποίοι πρέπει να είναι ικανοποιημένοι και να εκπαιδεύονται σχετικά με τις παθήσεις τους. Σε πολλά συστήματα υγείας το έργο της υγειονομικής εκπαίδευσης έχει παραχωρηθεί σε άλλους επαγγελματίες υγείας, οι οποίοι μαζί με τους θεράποντες αποτελούν μια ομάδα, η οποία οφείλει να συντονίζει τις ενέργειες της προκειμένου να αντιμετωπίσει ολοκληρωμένα την/τον ασθενή.
Διαβάστε τη συνέχεια στο http://www.iator.gr/