Αν οι θεοί δεν μας διώχνουν από τη Μύκονο, ίσως ο αγέρας αναλάβει να το κάνει...

Μπορεί σήμερα τα αρνητικά δημοσιεύματα για τη Μύκονο να διαδέχονται το ένα το άλλο, όμως κάποια χρόνια πριν οι εντυπώσεις από το νησί ήταν εντελώς διαφορετικές. Ύμνοι έχουν γραφθεί για το ασπρονήσι από τους κατά καιρούς περιηγητές του οι οποίοι μαγεύτηκαν από αυτό. Η Μύκονος σε καλούσε κοντά της και τα άρθρα στον ξένο τύπο ήταν τόσο κολακευτικά όσο η αυθεντικότητά της. Αξίζει να ανασύρουμε από το σεντούκι κάποια κείμενα που αποτυπώνουν εντυπώσεις από ένα νησί θρύλο, μιας άλλης εποχής. Ίσως κάτι από αυτά έχουν να διδαχθούν οι νέοι και να θυμηθούν οι παλιοί...
ΑΝΑΡΩΤΟΥΜΑΙ αν, το θέλγητρο των προσεγγίσεων, θέλγητρο τόσο ζωηρό που κάνει πολύν κόσμο να επινοεί προφάσεις όχι αληθοφανείς για να φύγει μακριά και να το απολαύσει στη διαδρομή, δεν προέρχεται από την βεβαιότητα που κυριεύει κάθε ταξιδιώτη, ότι τούτη η προκυμαία όπου ξεμπαρκάρει, αυτά τα τριανταφυλλένια ή άσπρα σπίτια που παρουσιάζονται μπροστά του, δεν του κάνουν παρά μερικές μόνο στιγμές, δεν του σαγηνεύουν το βλέμμα παρά για να εξαφανιστούν αμέσως.
Η ευχαρίστησις φουντώνει και πρέπει να βιαστεί κανείς να τα δει όλα να τα αισθανθεί και να τα αγαπήσει πριν από το προσκλητήριο εκείνο σφύριγμα της σειρήνας του βαποριού, που ίσως σε άλλη ευκαιρία η καρδιά του ταξιδιώτη να προϋπέθετε και να επιθυμούσε ήδη. Λοιπόν, ο ποιο ψηλός βαθμός της δύναμης της γοητείας μιας σκάλας, θα είναι ακριβώς όταν φτάσει να αντικρύσει ο ταξιδιώτης την κακεντρεχή αυτή άρνηση στην επιθυμία του να παραμείνει στο μέρος που επισκέπτεται περαστικά. «Να ζήσω εκεί όπου έχω βρει το άσυλο και την ειρήνη μου».
Δεν νομίζω ότι πολλά από τα ελληνικά νησιά, όλα θαυμάσια, μπορούν να συγκρατήσουν τον ταξιδιώτη με κάποιον άφθαρτο δεσμό, ύστερα από το αρχαίο θάμπωμα. Εκείνο που χρειάζεται για να συγκρατηθεί ο διαβατικός, είναι να του δοθεί η εντύπωση της οικειότητος, της συνήθειας. Χρειάζεται κάτω από τον πέπλο της πρωτοτυπίας, να ξαναβρεί μία οικεία γλυκύτητα, κάτι που του μιλά στη γλώσσα του. Βλέπω λίγους ταξιδιώτες Γάλλους να εγκαθίστανται για πάντα στη Δήλο, στην Τένεδο, στην Πάτμο (το πιο γελαστό, το πιο ανθισμένο νησί που μπορεί κανείς να φανταστεί). Παντού οι θεοί και οι ήρωες μάς κυνηγούν, μας διώχνουν από τα άυλά τους φέουδα.

Την Μύκονο την πλησιάζει κανείς με μεγαλύτερη ευκολία. Τα εκθαμβωτικά της δρομάκια, τα σκαλάκια της που δεν κουράζουν, οι αμμουδιές της και ιδιαιτέρως η καλοκαγαθία των μύλων της, διαμορφώνουν ένα κλίμα πολύ βιώσιμο. Είναι αδύνατο να μην φέρει κανείς στο νου, επί το αυτό το Saint Propeg και τις Βελγικές εξοχές. Είναι εξάλλου το νησί των ζωγράφων: Η Ελληνική κυβέρνησης έχει προορίσει μεγάλα ατελιέ σε τιμές εξαιρετικά χαμηλές και ίδρυσε ολόκληρη πολιτεία ζωγράφων, απείρως πιο ελεύθερη, πιο ζωντανή από την βαρειά και επίσημο Ρωμαϊκή βίλλα.*
Αν οι θεοί δεν μας διώχνουν από την Μύκονο, ίσως ο αγέρας αναλάβει να το κάνει. Φυσά αδιάκοπα από Δεκέμβρη σε Δεκέμβρη. Αλλά συνηθίζει κανείς. (Επισκέφθηκα κάποτε το Avignom διπλωμένος από τον άνεμο και οι φίλοι μου της πόλης αυτής μού λεγαν: «Είναι μεγάλη τύχη που ούτε πνοή μαΐστρου δεν έχουμε σήμερα».)
Υπάρχουν επίσης ένα σωρό πράγματα στην Μύκονο για να μας διασκεδάσουν. Ένας πληθυσμός περίεργος, φανταστικός που ο άνεμος τον σκληραίνει και, που καθώς μου λένε κάνει να γίνονται πολύ συχνοί γάμοι μεταξύ οικογενειών συγγενικού αίματος. Υπάρχει επίσης φαίνεται σ’ ένα άντρο, όχι πολύ μακρινό, ένα ζευγάρι φώκιες. Μερικοί φίλοι μου θέλησαν να το ιδούν, αλλά τους απέτρεψαν «λόγω του ανέμου». Θαρρώ ότι εκτός από την Avignon, η Μύκονος μοιάζει λιγάκι και με την Tarascon, την πατρίδα του γνωστού μας Ταταρίνου.
Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά προσδίνουν στο νησί μας που θα το επισκεπτότανε κανείς για τη λάμψη και μόνη της αρχιτεκτονικής των πολύ απλών σπιτιών του, και για τις ταράτσες, πιο όμορφες κι απ’ αυτές του Αλγερίου, προσδίνουν κάτι ανθρώπινο, χαμογελαστό, οικείο, κάτι τέλος «γοητευτικά ατελές».

Νομίζει κανείς ότι εδώ ακόμα μια φορά η Ελλάδα μας δίνει ένα μάθημα ισορροπίας, σεβασμού, με μία λέξη εμπνευσμένης ευγενείας. Η θέση της τόσο ανθρώπινης Μυκόνου, απ’ όπου μπαρκάραμε για τη Δήλο, το πιο τραχύ από τα νησιά, την Δήλο, την καθάρια κατοικία του πιο αγνού από τους θεούς, μοιάζει σα να καθορίζει γεωγραφικά το ακριβές σημείο όπου ο άνθρωπος πρέπει να βρίσκεται ως προς τη θεία τελειότητα. Κάτω από το ευπροσήγορο και γελαστό βλέμμα των διασκορπισμένων θεών, ο μυλωνάς της Μυκόνου, στο κατώφλι του μύλου του, γιομίζει την πίπα του.

Και φεύγει κανείς από το ειρηνικό αυτό νησάκι της Μυκόνου γοητευμένος από την απλότητα του ρυθμού των σπιτιών του, που παρουσιάζουν μια ολωσδιόλου ξεχωριστή αρχιτεκτονική, και χορτασμένος από το εκτυφλωτικό «άσπρο» που το νιώθεις διάχυτο να πλημμυρίζει την νησιώτικη ατμόσφαιρα που σε περιβάλλει.
Είναι το νησί που σε καλεί να ξανάρθεις κοντά του. Και δεν μπορείς να του το αρνηθείς.
*Η Villa Mendicus της Ρώμης όπου διαμένουν οι βραβευμένοι Γάλλοι ζωγράφοι και μουσικοί.
Εντυπώσεις του Andre Fraigneau στο περιοδικό «Visages du Monde» τον Μάρτιο του 1935 (ΜΥΚΟΝΙΑΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ)
Επιμέλεια κειμένου: Ελένη Κοντιζά
Οι φωτογραφίες μέσα στο κείμενο είναι από την ομάδα Old Mykonos του Δημήτρη Κουτσούκου στο facebook.
Φωτογραφία εξωφύλλου αρχείο MykonosDaily